Μολιέρος: Ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός  και ποιητής έχει σήμερα, 10 Φεβρουαρίου, την τιμητική του, αφού η Google του αφιερώνει το doodle.

Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Θεωρείται ο δημιουργός της «υψηλής κωμωδίας», που έθεσε τα θεμέλια της ρεαλιστικής δραματουργίας, καθώς τα έργα του ήταν καθρέφτης όλων των στρωμάτων της κοινωνίας.

Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασικισμού.

Ο Μολιέρος (πραγματικό όνομα: Jean-Baptiste Poquelin, Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν) γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 15 Ιανουαρίου 1622.

Ηταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής.

Μολιέρος: H Google τιμά τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα

Μολιέρος, η πρώτη επαφή με το θέατρο

Στα 16 του χρόνια ο Μολιέρος έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Το 1642 γνώρισε στο Παρίσι μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρ

Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες -είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή- άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην δυτική και στη νότια Γαλλία.

Το 1665 αρχισε να γράφει δικά του θεατρικά έργα. Το 1658 άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή.

Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 παρουσιάστηκε το έργο «Οι γελοίες κομψές κυρίες», το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.

Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν, το 1662, το θεατρικό έργο «Το σχολείο των γυναικών». Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.

Μολιέρος στο google doodle

Ταρτούφος

Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την «Πριγκίπισσα της Ελίδας» (La Princesse d’Élide), τον «Γάμο με το στανιό», τους «Εκνευριστικούς» και τον «Ταρτούφο» (Le Tartuffe).

Ο Μολιέρος έγραψε τον «Ταρτούφο» το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη.

«Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε»

Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί και τον σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ’ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις από τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε».

Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στους ευγενείς. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση αυτών, κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου.

Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρ’ όλα αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει τον Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομα του προς αυτόν από τις 1000 στις 6000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά.

Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.

Μολιέρος στο google doodle

«Ο Απατεώνας» και η απαγόρευση

Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε «Ο Απατεώνας».

Όμως, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό.

Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του.

Το 1668, μετά την δεύτερη απαγόρευση του «Ταρτούφου», ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε ήπια κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, στο έργο του «Αμφιτρύωνας» (Amphitryon).

Ο Θάνατος και τα… πράσινα ρούχα

Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος.

Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια της παράστασης «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» κατέρρευσε στην σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου.

Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του, στις 17 Φεβρουαρίου 1673.

Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου.

Η σύζυγός του ζήτησε από το βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα.

Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη.

Σε εκείνη την μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Père Lachaise.

Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.

To κείμενο στην σελίδα της Google

To κείμενο που συνοδεύει το σημερινό  doodle στην σελίδα της Google είναι το παρακάτω:

“The more we love our friends, the less we flatter them;
It is by excusing nothing that pure love shows itself.”
—Molière

Today’s Doodle celebrates the life and work of actor and playwright Molière, who is widely considered the world’s foremost comic dramatist and perhaps the greatest artist in the history of French theater.

His satirical plays fearlessly lampooned human folly and blended ballet, music, and comedy into a new genre that transformed buffoonery into witty social critique.

On this day in 1673, Molière premiered his final play, Le Malade Imaginaire (The Imaginary Invalid), a three-act comédie-ballet satirizing the medical profession.

Molière starred in the title role of Argan, a severe hypochondriac who tries to convince his daughter to forsake her true love and marry his doctor’s son, so as to save on medical bills. In classic Molière fashion, the play’s dialogue pushes his characters’ vices and pretensions to the point of absurdity.

Today’s Doodle provides a glimpse into Molière’s most memorable scenes from The Imaginary Invalid and other classics like School for Wives, Don Juan, and The Miser.

Baptized in Paris in 1622 as Jean-Baptiste Poquelin, Molière was the son of a successful furniture maker and upholsterer to the royal court. Rejecting his father’s offer to take up the family trade, he assumed the stage name Molière and began a lifetime in the theater during the 1640s. Enduring years of financial hardship, Molière was imprisoned for debts before his breakthrough in 1658, when his company performed for a royal audience at the Louvre.

Despite royal support, Molière’s unsparing pen offended powerful interests who sought to censor his work. His religious satire Tartuffe was first performed in 1664 and immediately banned by the court of King Louis XIV. Five years later the ban was lifted and Tartuffe came to be considered one of his masterworks.

Inspiring future generations of comedians, Molière’s spirit lives on today through the work of humorists and satirists who share a fearless commitment to skewering hypocrisy with sharp-edged insights. As Molière wrote in the preface to Tartuffe, “The duty of comedy is to correct men by amusing them.”

“Ο Αρχοντοχωριάτης”, απόσπασμα

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί και παρουσιαστεί σχεδόν όλα τα έργα του, αρχής γενομένης από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Τα σπουδαιότερα είναι: «Ο Απερίσκεπτος », «Ο Ταρτούφος», «Ο Φιλάργυρος», «Δον Ζουάν» «Σχολείο Γυναικών», «Ο Μισάνθρωπος», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» και «Ο Αρχοντοχωριάτης».

Ο Αρχοντοχωριάτης (πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά: Le Bourgeois gentilhomme)

Ο Αρχοντοχωριάτης (πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά: Le Bourgeois gentilhomme‎), γράφτηκε το 1670. Είναι έργο σε 5 πράξεις.

Σ’ αυτό το έργο, ο Μολιέρος διακωμωδεί ένα νεόπλουτο αστό, τον κύριο Γιορδάνη, που θέλει να παραστήσει τον αριστοκράτη.

Και όσο βέβαια ο κύριος Γιορδάνης περιορίζεται στο να φοράει αρχοντικά ρούχα, να χορεύει μενουέτο και να παίρνει μαθήματα ξιφασκίας ή φιλοσοφίας, η μανία του είναι ακίνδυνη και αφορά μόνο τον ίδιο.

Η μανία του αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη από τη στιγμή που θέλει να ρυθμίζει σύμφωνα με αυτή και τη ζωή των μελών της οικογένειας του.

Έτσι, ο κύριος Γιορδάνης εννοεί να κάνει την κόρη του μαρκησία. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε μια ενδιαφέρουσα σκηνή της κωμωδίας που έχει για θέμα μια πρόταση γάμου.

Στη σκηνή παίρνουν μέρος ο κύριος Γιορδάνης, η γυναίκα του, η υπηρέτρια τους η Νικολέτα και ο Κλεόντης, ο υποψήφιος γαμπρός με τον υπηρέτη του Κοβιέλο.

IB’ ΣΚΗΝΗ
Ο κύριος ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ, η κυρία ΓΙΟΡΔΑΝΗ,
ΚΛΕΟΝΤΗΣ, ΛΟΥΚΙΛΗ, ΚΟΒΙΕΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΕΤΑ

ΚΛΕΟΝΤΗΣ: Δε θέλησα, κύριε, να βάλω άλλον για να σας κάμει μια πρόταση, που από καιρό τη μελετώ. Με ενδιαφέρει τόσο, που προτίμησα να την υποβάλω μόνος μου· δίχως λοιπόν περιστροφές, σας λέω πως να με αξιώσετε να γίνω γαμπρός σας είν’ εξαιρετική τιμή, που σας παρακαλώ να μου την κάμετε.

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Πριν σας δώσω απάντηση, κύριε, σας παρακαλώ να μου πείτε, αν είσαστε αριστοκράτης.

ΚΛΕΟΝΤΗΣ: Οι περισσότεροι, κύριε, δεν κομπιάζουν και πολύ μπροστά σε τέτοια ερώτηση. Απαντούν ορθά κοφτά δίχως δυσκολία. Τον τίτλο μ’ ελαφριά καρδιά τον παίρνουν, κι η συνήθεια σάμπως να επιτρέπει σήμερα την κατάχρηση αυτή. Εγώ, δε σας το κρύβω, στο κεφάλαιο τούτο είμαι κάπως πιο λεπτολόγος: βρίσκω πως η παραμικρότερη απάτη ντροπιάζει έναν καθώς πρέπει άνθρωπο και πως είναι λίγο αναντρία να κρύβουμε ό,τι θέλησε ο Θεός να γεννηθούμε, να στολιζόμαστε στα μάτια του κόσμου με κλεμμένους τίτλους και να γυρεύουμε να περάσουμε για ό,τι δεν είμαστε. Οι πρόγονοί μου βέβαια, πήραν έντιμ’ αξιώματα. Στο στρατό μού δόθηκε η τιμή να υπηρετήσω έξι χρόνια, κι έχω, όσο να ‘ναι, τον τρόπο μου, ώστε να κρατώ την καλούτσικη κάπως κοινωνική θέση. Μα, με όλ’ αυτά, δε θέλω καθόλου να πάρω έναν τίτλο, που άλλοι, σαν και μένα, δικαιωματικά θα τον ζητούσαν, και σας λέω καθαρά πως δεν είμαι αριστοκράτης.

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Το χέρι σας, παλικάρι μου: η κόρη μου δεν κάνει για σας.

ΚΛΕΟΝΤΗΣ: Ορίστε;

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Αριστοκράτης δεν είσαστε, την κόρη μου δεν την παίρνετε.

Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Τ’ είναι τούτα πάλι με τους αριστοκράτες σου; μπας κι είμαστε μεις εδώ με το βασιλιά γενιά;

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Σώπα, γυναίκα: βλέπω για πού το ‘βαλες.

Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Κρατάμε απ’ αλλού εμείς οι δυο, κι όχι από καλούς νοικοκυραίους;

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Για ιδές εκεί την τσούχτρα!

Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Κι ο πατέρας σου έμπορος δεν ήταν σαν και τον δικό μου;

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Στα κομμάτια τούτ’ η γυναίκα! πάντα της θα το πει. Ανίσως ήταν έμπορος ο πατέρας σου, κακό δικό του· για τον δικό μου όμως μόνο οι ανίδεοι λεν τέτοιο πράμα. Εγώ ένα σου λέω μονάχα, πως θέλω να κάμω γαμπρό αριστοκράτη.

Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Της κόρης σου της πρέπει ένας άντρας της σειράς της, και καλύτερα γι’ αυτήν ένα τίμιο παλικάρι, πλούσιο και καλοφτιαγμένο, παρά κανένας αριστοκράτης, ξεβράκωτος κι ασκημομούρης.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Πολύ σωστά. Δε βλέπετε το αρχοντόπουλο του χωριού μας, το μεγαλύτερο αμπλαούμπλα και μπουνταλά που έχουν δει τα μάτια μου.

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ στη Νικολέτα: Σώπα εσύ, γλωσσού. Όλο και ξεπετιέσαι κει που μιλούν οι άλλοι. Πλούτη έχω περίσσια για την κόρη μου, τιμές μόνο θέλω κι έχω σκοπό να την κάμω μαρκησία.

Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Μαρκησία;

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Μάλιστα, μαρκησία.

Κα ΠΟΡΔΑΝΗ: Ωχ! Κύρι’ ελέησον!

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Είναι αποφασισμένα πράματα.

Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Είναι πράματα, όπου δε θα στρέξω εγώ. Με τον μεγαλύτερό σου ποτέ συμπεθεριό μην κάνεις. Δε θέλω της κόρης μου να της χτυπά ο γαμπρός για τους γονιούς της και να ντρέπονται τα παιδιά της να με φωνάζουν γιαγιά. Αν ερχόταν κάποτε στο σπίτι μου με την αρχοντική της καρότσα κι αστοχούσε να χαιρετίσει κανέναν στη γειτονιά, θα βγαίναν την ίδια ώρα να πουν ένα σωρός αηδίες. «Βλέπετε, θα ‘λέγαν, αυτήν την κυρά μαρκησία, που μας κάνει την καμπόση; είναι η κόρη του κυρ Γιορδάνη, που πετούσε η καρδούλα της, σαν ήταν μικρή, να παίζει μαζί μας τις κουμπάρες. Δεν ήταν πάντα της τόσο ψηλομύτα σαν τώρα, και οι δυο παππούδες της είχαν εμπορικό εκεί κοντά στην πόρτα του Αι-Νοκέντιου. Μάζεψαν βιος και βιος για τα παιδιά τους, και ποιος ξέρει αν το ακριβοπληρώνουν την ώρ’ αυτή στον άλλο κόσμο· με την τιμιότητα δεν γίνεται κανείς τόσο πλούσιος». Δε θέλω εγώ τέτοια κουτσομπολιά, μόνε θέλω, για την κόρη μου, κοντολογίς, έναν άνθρωπο που θα μου το χρωστά και χάρη και που θα μπορώ να του λέω: «Κάτσε, γαμπρέ μου, να φας μαζί μου απόψε».

ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Ορίστε κει στενοκεφαλιές, να μένεις, θέλοντάς σου, παρακατιανός πάντα. Φτάνουν πια οι αναλογίες σου: ο κόσμος να χαλάσει, η κόρη μου θα γίνει μαρκησία· κι αν με παραφουσκώσεις, θα την κάμω και δούκισσα.

Μολιέρος: Αποφθέγματα

Αν καθένας μας έχει περιβληθεί την ακεραιότητα, αν κάθε ψυχή είναι ακριβοδίκαια, ειλικρινής, ευγενική, οι άλλες αρετές μπορεί και να λείψουν, μιας και ο κύριος σκοπός τους είναι να μας κάνουν ν’ αντέξουμε καρτερικά τις αδικίες των συνανθρώπων μας.

Δεν πεθαίνει κανείς παρά μόνο μια φορά και είναι για τόσο πολύ χρόνο!

Η αμφιβολία είναι περισσότερο σκληρή απ’ την χειρότερη αλήθεια.

Η γυναίκα έχει πάντοτε έτοιμη την εκδίκησή της.

Θεέ μου, δώσε να μην παντρευτώ ποτέ. Και αν το πράξω τούτο κάποτε, να μην απατηθώ. Κι αν το τελευταίο γίνει, να μην το μάθω. Και αν το μάθω, κάμε ώστε να μη μου καεί καρφί μετά γι’ αυτό.

Μόνο η τιμιότητα οδηγεί τις γυναίκες στο δρόμο του καθήκοντος και όχι η αυστηρότητα που εμείς δείχνουμε απέναντί τους.

Ο μόνος κανόνας είναι να αρέσεις.

Ο σπουδαγμένος μωρός είναι μωρότερος από τον αμαθή συνάδελφό του.

Οι άνθρωποι μοιάζουν στις υποσχέσεις τους. Μόνο στις πράξεις τους διαφέρουν.

Όσο λιγότερο αξίζει ένα πράγμα, τόσο λιγότερο τολμάει κανείς να ελπίζει.

Προτιμώ ένα ελάττωμα που δεν ενοχλεί κανέναν από ένα ανυπόφορο προτέρημα.

Το φως της αλήθειας έκαμε πολλούς ανθρώπους να επιζητούν να κρυφτούν πίσω από την παχιά σκιά της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ